- στραβάδα
- η, Ν [στραβός]1. η ιδιότητα τού στραβού, τού λοξού («στραβάδα τού ξύλου»)2. η ιδιότητα τού τυφλού, στραβωμάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραβάδα — η 1. το να είναι κάτι στραβό, όχι ίσιο. 2. τυφλότητα: Είναι τέτοια η στραβάδα του που δε βλέπει ούτε τη μύτη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek